- ρεκλαμαδόρος
- ο, Ναυτός που επιδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρίσματα και προσόντα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατάλ. -δόρος (πρβλ. τζογα-δόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεκλαματζής — ο, θηλ. ρεκλαματζού, Ν ο ρεκλαμαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατά. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] … Dictionary of Greek
επιδειξίας — ο 1. αυτός που επιζητεί ευκαιρίες για επίδειξη (γνώσεων, πλούτου κτλ.), επιδεικτικός, ρεκλαμαδόρος. 2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεκλαματζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού και ρεκλαμαδόρος, ο θηλ. α αυτός που επιδείχνεται: Όλοι τον ήξεραν για μεγάλο ρεκλαμαδόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)